- κατακοίτομαι
- βλ. κατακείτομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κοίτομαι (< κοίτη «κρεβάτι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακείτομαι — και κατακοίτομαι (Μ κατακείτομαι) νεοελλ. είμαι κατάκοιτος, βρίσκομαι ξαπλωμένος άρρωστος στο κρεβάτι μσν. βρίσκομαι … Dictionary of Greek